Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ


Από σύμπτωση τις προάλλες βρέθηκα στην παλιά μου γειτονιά. Περνάω συχνά, αλλά πάντα με το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά περπάτησα για τον προορισμό μου. Είναι απίστευτα τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις που αναδύθηκαν. Οι δρόμοι που έπαιζα έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Πολυκατοικίες και αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα πίσω από το άλλο σαν στρατιωτάκια. Εκεί έμενε μια πολύ καλή κυρία με τον σύζυγό της, σε ένα μικρό σπιτάκι. Τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα από εκείνο τον καιρό. Μια πολυκατοικία βρίσκεται στη θέση του σπιτιού που πέρασα όμορφες στιγμές από την αγάπη αυτών των ανθρώπων.
Προχωρώντας, είδα ένα μικρό μπακαλικάκι, που εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι κλειστό. Ήταν του κυρίου Παναγιώτη, ενός καλοσυνάτου μεσόκοπου ανθρώπου. Ήταν μάλλον κοντούλης, με πλούσια γκρίζα μαλλιά, ένα μικρό μουστάκι και φυσικά τεράστιο χαμόγελο. Τα μάτια του πάντα λαμπερά. Πήγαινα μόνη μου μέχρι εκεί πολλές φορές, για να αγοράσω κάτι που ήθελε η μητέρα μου. Όποτε έμπαινα μέσα, έλεγα: Καλημέρα κύριε Παναγιώτη, μου είπε η μαμά μου……..
Και εκείνος, γελούσε με την παιδική μου αθωότητα και επαναλάμβανε την τελευταία φράση: «Μου είπε η μαμά μου….».
Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε για ανεξαρτησία. Πήγαινα μόνη μου, σαν μεγάλη, να κάνω τα ψώνια του σπιτιού. Μα τι σπουδαία τα κατάφερα! Αισθανόμουν ότι προσφέρω κι εγώ κάτι, ότι βοηθάω τη μαμά μου με τη φροντίδα του σπιτιού.
Από το μαγαζάκι αυτό και πέρα, βρίσκεται μια μεγάλη πλατεία. Να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι καθόλου τι υπήρχε εκεί πριν. Νομίζω ήταν μια μεγάλη αλάνα και πιο πέρα μια μάντρα με υλικά οικοδομών.
Έφτασα λοιπόν στον προορισμό μου και αφού τελείωσα τη δουλειά για την οποία είχα πάει, πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Έτυχε να δω κάποιους ανθρώπους της γειτονιάς έξω στο δρόμο. Τους χαιρέτησα και μέσα από τα μαύρα μου γυαλιά τους παρατηρούσα καλά. Πόσο έχουν αλλάξει! Είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία, αλλιώς τους θυμόμουν. Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια!
Όμως οι στιγμές που ζήσαμε μαζί, το πόσο φιλικοί ήταν με τους γονείς μου και πόσο προστατευτικοί με εμάς (μην πέσουμε και χτυπήσουμε, να γυρίσουμε νωρίς σπίτια μας να φάμε, μην φύγουμε μακριά από τη γειτονιά και μας ψάχνουν οι γονείς  μας), θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη μου.
Δεν έχει σημασία πόσο άσπρισαν τα μαλλιά τους και πόσο ζάρωσε το δέρμα τους, είναι εκείνοι που κάποτε ήταν νέοι και όμορφοι, αλλά η καρδιά και η ψυχή τους παραμένουν λαμπερές και ζεστές , όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει.
Μετά από λίγο, έκανα μια μικρή αλλαγή στη διαδρομή μου και έστριψα αριστερά, στο δρόμο που είναι το σπίτι που ζούσα. Φυσικά, είναι εντελώς διαφορετικό, πολύ όμορφα φτιαγμένο απ΄έξω, φαντάζομαι και από μέσα.
Θα ήθελα πολύ να μπω να το ξαναδώ, άσχετα με το ότι είναι εντελώς διαφορετικό. Λογικά η διαρρύθμιση θα είναι η ίδια.
Θυμάμαι τον μαρμάρινο νεροχύτη στην κουζίνα, που η μαμά μου έβαζε μια καρέκλα για να φτάνω να πλένω τα πιάτα. Θυμάμαι επίσης το μικρό καθιστικό, που τις Κυριακές καθόμαστε όλη η οικογένεια στο τραπέζι και τρώγαμε ένα ωραίο φαγητό, συνήθως ψητό στο φούρνο με πατάτες. Το σαλόνι ήταν πολύ μεγάλο, είχαμε άνεση να τρέχουμε πάνω κάτω.
Και το δωμάτιό μας, όχι κάτι σπουδαίο, μα αρκετό για δυο παιδιά. Τα βράδια του χειμώνα ερχόταν ο πατέρας μου να μας σκεπάσει και σήκωνε από τη μια μεριά το στρώμα για να μαγκώσει την κουβέρτα από κάτω, ώστε να μην ξεσκεπαστούμε τη νύχτα. Όταν το έκανε αυτό, ένιωθα πάρα πολύ ωραία, αυτή η αίσθηση του ανασηκώματος μου έδινε την εντύπωση ότι θα πετάξω! Έτσι το είχα εισπράξει.
Προσπέρασα το σπίτι που ζούσα και συνέχισα το δρόμο μου. Σε λίγο θα έφτανα στο δικό μου σπίτι.
Προσπάθησα να οξύνω όλες μου τις αισθήσεις σε αυτή τη μικρή βόλτα. Ήθελα να γυρίσω νοερά σε εκείνες τις μέρες. Είχα καλά παιδικά χρόνια αν και ένιωθα μοναξιά επειδή όλα τα γειτονόπουλα ήταν αγόρια και έπαιζαν με τον αδερφό μου. Κι εγώ σαν πιο μικρή δεν μπορούσα πάντα να ακολουθήσω.
Έφτασα στο σπίτι μου. Ήθελα να μπω στο σπίτι των γονιών μου και να τους διηγηθώ τα συναισθήματά μου σε αυτά τα λίγα λεπτά που ξαναγύρισα στην παλιά μου γειτονιά. Δεν το έκανα. Προτίμησα να ασφαλίσω τις σκέψεις μου και να ανέβω στο σπίτι μου για τη συνέχεια του προγράμματός μου.
Έβαλα ένα σκοπό. Να επισκέπτομαι συχνότερα αυτούς τους δρόμους στους οποίους μεγάλωσα. Να ξυπνάνε μέσα μου οι αναμνήσεις. Να θυμάμαι κάθε φορά που περνάω όλο και περισσότερες στιγμές από την παιδική μου ηλικία. Να έρχομαι συχνότερα σε επαφή με το εσωτερικό μου παιδί.
Ναι, θα πηγαίνω συχνότερα μια βόλτα στην παλιά μου γειτονιά. Με τα πόδια.

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ;


Ποιος θα μου πει γιατί ο κόσμος γύρω μου είναι τόσο σκυθρωπός; Ποιος θα μου εξηγήσει πως καταλήξαμε να γυρεύουμε εναγωνίως ένα χαρούμενο πρόσωπο; Τι μας πήρε το χαμόγελο από τα χείλη;
Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο αυτό βρίσκεται σε έξαρση. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, μικροί – μεγάλοι, χαμογελούν όλο και λιγότερο. Ακόμα και στον εαυτό μου το παρατηρώ αρκετές φορές.
Φταίει που μεγαλώνουμε και έχουμε στο κεφάλι μας ένα σωρό ευθύνες; Φταίει η κρίση όπως πολύ συχνά ακούγεται; Φταίει ο τρόπος ζωής μας;
Κάπου πρέπει να υπάρχει μια απάντηση. Πηγαίνεις το πρωί στη δουλειά σου και οι μισοί (αν όχι οι περισσότεροι) έχουν βαριά καρδιά, σου λένε το καλημέρα με απροθυμία (αν στο πουν κιόλας) και μένεις να σκέφτεσαι αν άξιζε τον κόπο και που το είπες.
Μετά χαλάει και η δική σου διάθεση, γιατί δεν είσαι από τους ανθρώπους που τους νοιάζει μόνο ο εαυτός τους, θέλεις να βλέπεις καλά και τους άλλους. Γιατί, τι νόημα έχει να χαμογελάς εσύ και οι γύρω σου να μην είναι καλά; Αυτό το εισπράττεις σαν μια δόση μοναξιάς. Είσαι μόνος σου στη χαρά και στη θετική διάθεση. Άλλο και πάλι τούτο: μόνος στην καλή διάθεση… Κι όμως είναι γεγονός. Θλιβερή διαπίστωση, δεν νομίζετε;
Αν αναλύσουμε το θέμα αυτό, θα βρούμε ένα σωρό λόγους γιατί χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη. Ένας όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ο πιο σοβαρός: Ξεχάσαμε να αγαπάμε τον εαυτό μας. Παράξενο, έτσι; Συνήθως θέλουμε να μας φροντίζουμε, να αισθανόμαστε όμορφα, να μας αγαπούν και να μας προσέχουν.
Τι κάνουμε όμως; Βάζουμε τον εαυτό μας στον πάγο, ξεχνάμε ότι η φροντίδα του δεν είναι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Και το χαμόγελο βγαίνει από την καλή ψυχική μας κατάσταση.
Χαμόγελο μπορεί να μας προκαλέσει το οτιδήποτε. Η καινούργια μέρα που ξημερώνει με έναν ολόλαμπρο ήλιο, το κατοικίδιό μας που έρχεται στην αγκαλιά μας γιατί θέλει χάδια, ένας απολαυστικός καφές το πρωί, η καλημέρα του γείτονα, η ψιλή κουβέντα που θα πιάσουμε με τον υπάλληλο του φούρνου το πρωί, ένα άγγιγμα αγάπης από έναν προσφιλή μας άνθρωπο και πολλά πολλά άλλα.
Να λοιπόν πόσες ευκαιρίες για χαμόγελο. Ας μην βρίσκουμε δικαιολογίες για τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις μας. Δεν κοστίζει τίποτα ένα χαμόγελο, αντίθετα μας προσφέρει πολλά, η αξία του είναι ανεκτίμητη.
Πρέπει να μάθουμε ξανά να χαμογελάμε. Επιβάλλεται να το επαναφέρουμε στη ζωή μας. Είναι η ίδια η ζωή μας. Χωρίς αυτό δεν έχει τίποτα νόημα. Χαμόγελο ίσον χαρά και χαρά ίσον ΖΩΗ.
Ας βάλουμε ένα στόχο: Από εδώ και πέρα, σιγά σιγά, να θυμηθούμε να κάνουμε αυτή την μικρή κίνηση που ομορφαίνει όλο μας το πρόσωπο και προσφέρει ζωντάνια στην καθημερινότητά μας.
Και μην ξεχνάτε: Το χαμόγελο είναι μεταδοτικό! Σκορπίστε κι εσείς γύρω σας χαρά, ευτυχία, ζωή!!!